ζέρσεϊ

ζέρσεϊ
το
άκλ. (λ. αγγλ.), είδος πλεχτού μεταξωτού υφάσματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τζέρσεϊ — Νησί της Μεγάλης Βρετανίας στο αρχιπέλαγος των Νορμανδικών Νησιών. Bλ. λ. Νορμανδικά Νησιά. * * * το, Ν βλ. ζέρσεϊ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”